αποβατήριος

αποβατήριος
ἀποβατήριος, -α, -ον (Α) [αποβαίνω]
1. ο προστάτης θεός της απόβασης των ανθρώπων από τα πλοία
2. τὰ ἀποβατήρια
θυσία για να πάει καλά η επιχείρηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀποβατήριον — ἀποβατήριος as protector of persons landing masc acc sg ἀποβατήριος as protector of persons landing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβατηρίου — ἀποβατήριος as protector of persons landing masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβατήρια — ἀποβατήριος as protector of persons landing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποβατήρια — Κατά την αρχαιότητα, έτσι αποκαλούσαν την ευχαριστήρια θυσία προς τον Δία. Προσφερόταν από τους ταξιδιώτες των πλοίων, κατά την αποβίβασή τους στην ξηρά, όταν είχαν καλό καιρό κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους. Γι’ αυτό τον λόγο o Δίας λεγόταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”